- Σαβίνου
- Σαβί̱νου , Σαβῖνοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SABINI — populi in 4. regione Italiae, non procul a Roma, quorum caput olim Cures, unde Romani Quirites dicti: hodie Episcopatus Sabinus, Monasterium solum est, cum priscae urbis ruderibus. Dein Reate, Rieti hodie in Umbria: a religione et cultu Deorum… … Hofmann J. Lexicon universale
SANCUS — Deus Sabinorum. Dionys. Halicarn. l. 2. p. 113. Κάτων δὲ Πόρκιος τὸ μὲν ὄνομα τῷ Σαβίνων ἔθνει τεθῆνάι φησιν ἐπὶ Σαβίνου τȏυ Σάγκου, δαίμονος ἐπιχωρίου. Τοῦτον δὲ τὸν Σάγκον ὑπό τινων Πίςτιον καλεῖςθαι Δία. Sil. Italicus l. 8. v. 421. ubi de… … Hofmann J. Lexicon universale
Σαβίνοι — Αρχαίος ιταλικός προρωμαϊκός λαός που κατοικούσε σε μια περιοχή του Λάτιου, που απ’ αυτόν πήρε και το όνομα Σαβινία. Στην περιοχή βρίσκονται τα υψηλότερα όρη των κεντρικών Αππενίνων με τις κοιλάδες του Ατέρνο και του Νέρα. Τα εθνικά και ιστορικά… … Dictionary of Greek
Σαβινιανοί — Έτσι ονομάζονταν οι οπαδοί της νομικής Σχολής που είχε ιδρύσει ο Καπίτων, και που είχε γνωρίσει μεγάλη ακμή στη Ρώμη στο τέλος του 1ου και στις αρχές του 2ου αι. π.Χ., με επικεφαλής το μαθητή του Καπίτωνα Σαβίνο. Η Σχολή αυτή είχε υποστηρίξει την … Dictionary of Greek
νώε — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν πατριάρχης, γιος του Λάμεχ και κατά την αφήγηση της Γένεσης, ο Ν. σώθηκε από τον κατακλυσμό, γιατί ήταν δίκαιος, κατασκευάζοντας κατ’ εντολή του Θεού μια κιβωτό όπου βρήκε άσυλο με την οικογένειά του και όλα τα είδη των ζώων … Dictionary of Greek
Δίων — I Μυθολογικό πρόσωπο, βασιλιάς της Λακεδαίμονας. Σύμφωνα με τη μυθολογία είχε τρεις κόρες, την Όρφη, τη Λυκώ και την Καρύα, προικισμένες με μαντικές ικανότητες. Επειδή όμως έπεσαν στη δυσμένεια του Βάκχου, μεταμορφώθηκαν οι δύο πρώτες σε βράχους… … Dictionary of Greek